- πλίξις
- -εως, ἡ, Α1. άνοιγμα τών ποδιών προς βάδισμα, βήμα2. τάνυσμα, τέντωμα3. (κατά το λεξ. Σούδα) (ως μέτρο μεγέθους) το άνοιγμα τού χεριού, η σπιθαμή.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πλιξ- τού πλίσσω/πλίσσομαι «βηματίζω» (πρβλ. πλίξ, αόρ. ἀπ-ε-πλίξ-ατο) + κατάλ. -ις].
Dictionary of Greek. 2013.